Φόιερμπαχ, Λούντβιχ

Φόιερμπαχ, Λούντβιχ
(Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο εξτρεμισμός της κριτικής του εναντίον της θρησκείας τον εμπόδισαν να συνεχίσει την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του. Τα κυριότερα έργα του είναι: Σκέψεις πάνω στον θάνατο και στην αθανασία (1830), Ιστορία της νεότερης φιλοσοφίας από τον Βάκονα του Βέρουλαμ έως τον Σπινόζα (1833), Έκθεση, ανάπτυξη και κριτική της φιλοσοφίας του Λάιμπνιτς (1837), Πιερ Μπελ (1838), Για την κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας (1839), Η ουσία του χριστιανισμού (1841), Προσωρινές σκέψεις για τη μεταρρύθμιση της φιλοσοφίας (1841), Αρχές της φιλοσοφίας του μέλλοντος (1843), Η ουσία της θρησκείας (1845), Μαθήματα περί της ουσίας της θρησκείας (1851). Ο Φ. μπορεί να θεωρηθεί ως ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της λεγόμενης εγελιανής αριστεράς και, γενικά, ο σημαντικότερος εκφραστής της διαδικασίας εκείνης της διάλυσης της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, που άρχισε λίγο μετά τον θάνατο του Χέγκελ (1831) και που έμελλε να κορυφωθεί περίπου μια δεκαετία αργότερα, με τη γέννηση του θρησκευτικού υπαρξισμού του Κίρκεγκαρντ από το ένα μέρος και του ιστορικού υλισμού του Μαρξ από το άλλο. Αφού ξεκίνησε από μια αρχική θέση απόλυτης συμφωνίας με τις αρχές της φιλοσοφίας του Χέγκελ, της οποίας εντόπισε τις πηγές στον χώρο της νεότερης σκέψης, που εκτείνεται από τον Βάκονα έως το Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς, κατέληξε το 1839 στη ριζική κριτική του συστήματος του Χέγκελ, στη φιλοσοφία του οποίου έβλεπε την αποκορύφωση και τη σύνθεση όχι μόνο ολόκληρης της κλασικής ορθολογιστικής φιλοσοφίας, αλλά και της προτεσταντικής θεολογίας. Η κεντρική θέση γύρω από την οποία κινείται όλη η σκέψη του Φ. είναι ότι η φιλοσοφία ήταν έως τότε απλή μεταφορά σε λογική μορφή των μύθων και των δραμάτων της θεολογίας. Ο Χέγκελ, που συνόψισε και ένωσε στη δική του όλες τις προηγούμενες φιλοσοφίες, είναι η τελική σύνθεση σχεδόν δύο χιλιάδων ετών χριστιανικής σκέψης. Επομένως, η κριτική του Χέγκελ και η κριτική του χριστιανισμού έχουν κοινή μήτρα, αφού ο χριστιανισμός είναι με τη σειρά του η πιο πλήρης και τέλεια θρησκεία και η κριτική του δεν πρέπει να λαμβάνεται ως η κριτική μιας οποιασδήποτε ξεχωριστής θρησκείας, αλλά, αντίθετα, ως η κριτική της ουσίας της ίδιας της θρησκείας γενικά. Το λάθος του Χέγκελ συνίσταται, κατά τον Φ., στο ότι υποτίμησε τον κόσμο της ύλης και της εμπειρίας, τον κόσμο που είναι αντικείμενο των αισθήσεων (και επομένως και τον άνθρωπο, εφόσον κι αυτός είναι φυσικόν ον) κάνοντάς τον ένα απλό μη είναι και ένα καθαρό είδωλο. Η αληθινή πραγματικότητα δεν είναι, κατά τον Χέγκελ, το εμπειρικό και φυσικό ον, αλλά η σκέψη, η ιδέα, το πνεύμα. Με άλλα λόγια, ενώ η σκέψη, η συνείδηση, είναι στην πραγματικότητα μόνο μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό ή ένα κατηγόρημα του φυσικού όντος άνθρωπος, ο Χέγκελ χωρίζει αντίθετα την ιδιότητα αυτή από το πραγματικό ον στο οποίο ανήκει και το μετατρέπει σε χωριστή πραγματικότητα. Η σκέψη, που είναι μόνο ένα κατηγόρημα, γίνεται έτσι ανεξάρτητο υποκείμενο, δηλαδή ουσιαστικοποιείται ή προσωποποιείται (η ιδέα, το πνεύμα). Αντίθετα, ο πραγματικός άνθρωπος και η φύση γενικά μετατρέπονται σε κατηγόρημα και εκδήλωση αυτού του πλασματικού υποκειμένου. Η αντιστροφή αυτή, με την οποία μια φυσική ιδιότητα του ανθρώπου μετατρέπεται σε χωριστή και αυθύπαρκτη δύναμη που κατευθύνει τον άνθρωπο από τον οποίο προέρχεται (και από τον οποίο επομένως έπρεπε να εξαρτάται), αποτελεί, κατά τον Φ., το φαινόμενο της λεγόμενης αλλοτρίωσης ή αποξένωσης, φαινόμενο που το θεωρεί κοινό τόσο στη θεωρητική φιλοσοφία όσο και στη χριστιανική θεολογία. Όπως η ιδέα και η έννοια της λογικής, του Χέγκελ, είναι η ίδια η σκέψη του ανθρώπου, που λαμβάνεται χωριστά από αυτό το πραγματικό της υποκείμενο και που τοποθετείται έξω από αυτό, και επομένως μετατρέπεται σε υπερβατική δύναμη, έτσι και ο Θεός της θεολογίας δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το ανθρώπινο πνεύμα, που αντικειμενοποιείται χωρίς επίγνωση και απολυτοποιείται από τον άνθρωπο. Στο σημείο αυτό διαγράφεται η κεντρική θέση του Φ.: το μυστικό της φιλοσοφίας είναι η θεολογία, από την οποία η φιλοσοφία πήρε όλα τα περιεχόμενα και τα δόγματα, περιοριζόμενη στο να τους δώσει μια λογική μορφή, αντί της αρχικής μυθικοφανταστικής. Αλλά το μυστικό της θεολογίας είναι, με τη σειρά της, η ανθρωπολογία. Με άλλα λόγια, δε δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό. Όλες οι ιδιότητες που το ανθρώπινο ον αποδίδει στον Θεό είναι οι ιδιότητες, τα χαρακτηριστικά, τα κατηγορήματα τα ίδια του ανθρώπου, που γίνονται υποκείμενο, δηλαδή μετατρέπονται σε μια δύναμη έξω από τον άνθρωπο, και που λατρεύονται ύστερα από αυτόν ως δύναμη που διευθύνει και καθοδηγεί τη ζωή του. Στη θρησκεία, στη δημιουργία του Θεού, ο άνθρωπος γίνεται επομένως κάτι άλλο από τον εαυτό του, αποξενώνεται δηλαδή από τον ίδιο τον εαυτό του. Οι πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες προσωποποιούν και θεοποιούν όλες τις ξεχωριστές ιδιότητες του ανθρώπου, ακόμα και τις πιο τυχαίες. Ο χριστιανισμός, που είναι η ανώτερη θρησκεία, η θρησκεία που απελευθερώθηκε καλύτερα από όλες από κάθε φυσιοκρατική μόλυνση, θεοποιεί, αντίθετα, την ουσία του ανθρώπου, την πνευματικότητα ή την καθολικότητά του, παραβλέποντας τις δευτερεύουσες ιδιότητες. Το πρότυπο, η συνισταμένη της πνευματικής τελειότητας του ανθρώπου, είναι ο Χριστός, στον οποίο η ανθρωπότητα απεικονίζει και αντικειμενοποιεί τον εαυτό της. Το ότι το μυστικό της θεολογίας είναι η ανθρωπολογία, σημαίνει επομένως ότι η καταγωγή της θρησκείας πρέπει να αναζητηθεί, κατά τον Φ., στους ανικανοποίητους πόθους και στις ανικανοποίητες ανάγκες της ανθρώπινης υπόστασης. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να ανακτήσει τις ιδιότητες που ασυνείδητα απέδωσε σε ένα ον ξένο και άλλο από αυτόν, πρέπει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του ξεπερνώντας την κατάσταση αυτή της εχθρότητας και του αμοιβαίου χωρισμού μεταξύ των ανθρώπων, που είναι η κύρια αιτία της δυστυχίας τους και επομένως της φυγής τους προς τη θρησκεία. Ο χωρισμός του ανθρώπου από την ουσία του και επομένως η θεοποίηση της τελευταίας έχει, με λίγα λόγια, τη ρίζα της, κατά τον Φ., στον επίγειο χωρισμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Τη θρησκεία πρέπει λοιπόν να την αντικαταστήσει ο ανθρωπισμός, την αγάπη προς τον Θεό η αγάπη προς τον άνθρωπο. Αλλά, για να γίνει αυτό, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αναγνωρίσει τον Θεό του στον άλλο άνθρωπο, πρέπει ο άνθρωπος να συμφιλιωθεί με τη φύση και με τον ίδιο τον αισθητό εαυτό του, απαλλάσσοντας τον κόσμο των αισθήσεων και της ύλης από την καταδίκη που απάγγειλαν εναντίον τους η θεολογία και όλες οι ιδεαλιστικές και θεωρητικές φιλοσοφίες. Από αυτό προέρχεται η συνάντηση, στη σκέψη του Φ., του υλισμού και του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού και από αυτό επίσης ο ιδιαίτερος τόνος του ανθρωπισμού που είναι έξαρση της φύσης και μαζί θρησκεία του ανθρώπου. Η ιστορική σημασία του Φ. συνδέεται με την αποφασιστική επίδραση που άσκησε το έργο του στη διαμόρφωση της σκέψης του Μαρξ. Πράγματι, από τον Φ. πήρε ο Μαρξ τόσο τη θέση ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ είναι η ίδια η χριστιανική θεολογία σε ορθολογιστική βάση, όσο και τη θέση ότι η κριτική της θρησκείας πρέπει να συνεπάγεται την κριτική των συνθηκών της επίγειας ζωής από τις οποίες βγήκε η ίδια η θρησκεία, που μεταβάλλεται έτσι σε κριτική της πολιτικής και της οικονομίας. Αλλά, εκτός από την επίδραση που είχε στη γέννηση του ιστορικού υλισμού, η σκέψη του Φ. επέδρασε και σε πολλούς άλλους προσανατολισμούς της νεότερης σκέψης, από τον φυσιοκρατικό ουμανισμό του Τζον Ντιούι ως τον άθεο ουμανισμό του Σαρτρ και του Καμί, για να μην αναφέρουμε την άμεση επίδραση που άσκησε πάνω στις πρώτες εξελίξεις του θετικισμού και του υλισμού του 19ου αι. στη Γερμανία (Μόλεσχοτ, Μπίχνερ κλπ.), καθώς και στον ουμανιστικό σοσιαλισμό (τον αληθινό σοσιαλισμό του Καρλ Γκριν), που άνθησε τα χρόνια γύρω από τις επαναστάσεις του 1848. Αφού σχεδόν λησμονήθηκε στην περίοδο του τέλους του προηγούμενου και των αρχών του 20ού αι., η σκέψη του Φ. παρουσίασε νέο ενδιαφέρον και τράβηξε πάλι την προσοχή κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στο πλαίσιο της προτεσταντικής θεολογίας υπαρξιστικού χαρακτήρα (της λεγόμενης αρνητικής θεολογίας του Καρλ Μπαρτ), που δέχτηκε από τον Φ. τη θέση του ανθρωπομορφικού χαρακτήρα των θετικών θρησκειών, όσο και στο πλαίσιο των σύγχρονων φιλοσοφιών και κοινωνιολογιών, για την ανάλυση της αλλοτρίωσης ή αποξένωσης του ανθρώπου από τον εαυτό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μάουρερ, Γκεόργκ Λούντβιχ φον — (Georg Ludwig von Maurer, Ερπολτσχάιμ 1790 – Μόναχο 1872). Γερμανός πολιτικός, ιστορικός και νομομαθής. Σπούδασε στην Χαϊδελβέργη και το 1812 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου επιδόθηκε σε συστηματική μελέτη των αρχαίων νομικών θεσμών των Γερμανών. Με… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”